Untitled

Cards (46)

  • Ασθένεια
    ailment
  • καταπραΰνω
    alleviate
  • οξυς
    accute
  • εύστοχα
    aptly
  • περιορίζω
    contain
  • επιδείνωση
    deterioration
  • έλλειψη
    deficiency
  • διαταραχή
    disorder
  • μείωση
    decline
  • κατεδαφιζω
    demolish
  • καταστρέφω
    devastate
  • εξαλείψω
    eradicate
  • σταδιακά
    gradually
  • γενετικά
    genetically
  • κληρονομικος
    hereditary
  • ανεπανόρθωτα
    irreversibly
  • επιβάλλω
    impose
  • εγγενής
    innate
  • προσδόκιμο ζωής
    life expectancy
  • μακροζωία
    longevity
  • θανατηφόρος
    lethal
  • δείκτης θνησιμότητας
    mortulite rate
  • επιρρεπής (σε)

    prote(to)
  • αναρρωνω(απο)
    recuperute(from)
  • απέχω (απο)

    refrain(from)
  • πρόσφυγας
    refugee
  • υγιεινή
    sanitation
  • εμβολιασμός
    vaccination
  • παρενέργεια
    side effect
  • αντοχή
    stamina
  • πεθαίνω (απο)

    succumb(to)
  • παχυσαρκία
    obesity
  • λιμοκτονία
    starvation
  • μετάδοση
    transmission
  • ευημερία
    welfare
  • καθησυχαζω
    reassure
  • στερω(κτ)
    deprive sb of
  • επανορθώνω για
    make up for
  • αποδίδω κτ σε
    put sth down to
  • εισάγονται σε
    be admitted to