Chapter 7

Cards (53)

  • Ἀθηναι- ωv αι

    Athens
  • αἰχμάλωτος -ου
    prisoner of war
  • ἀναγκάζ/ἠνάγκασα
    I force, compel
  • ἀνήρ ἀνδρός
    man, husband
  • ἄξιος -α -ον
    worthy (of + gen)
  • βάρβαροι -ων
    foreigners
  • γυνή γυναικός
    woman, wife
  • δακρύω/ἐδάκρυσα

    I cry, weep
  • δεσπότης -ου
    master
  • δή
    indeed
  • διαφθείρω/διέφθειρα
    I destroy, corrupt
  • δίκαιος -α -ον
    just, right
  • εἰ
    if
  • ἐκεῖνος -η -ο
    that
  • ἔνοικος -ου
    inhabitant
  • εὖ
    well
  • or, than
  • ἔφη
    he/she said
  • θυγάτηρ -τρος
    daughter
  • ἰατρός -οῦ
    doctor
  • ἱερός -ά -ον
    holy, sacred
  • ἰσχυρός -ά -όν
    strong
  • καθίζω/ἐκάθισα
    I sit
  • καίω/ἔκαυσα
    I burn
  • κεφαλή -ῆς
    head
  • κολάζω/ἐκόλασα
    I punish
  • κρύπτω/ἔκρυψα
    I hide
  • Λακεδαιμόνιοι -ων
    spartans
  • μᾶλλον
    more, rather (adverb)
  • μήτηρ -τρος
    mother
  • ὅδε ἥδε τόδε
    this
  • ὅς ἥ ὅ
    who, which
  • οὗτος αὕτη τοῦτο
    this
  • οὕτως
    thus, so, in this manner
  • οὐρανος
    heaven, sky
  • πατήρ -τρος
    father
  • πιστός -ή -όν
    trustworthy, faithful
  • πλούσιος -α -ον
    rich, wealthy
  • πράσσω/ἔπραξα
    I do, fare
  • σιγή -ῆς
    silence